- ἀκαμαντοχάρμας
- ἀκαμαντοχάρμᾱς , ἀκαμαντοχάρμηςmasc acc plἀκαμαντοχάρμᾱς , ἀκαμαντοχάρμηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαμαντοχάρμας — ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α) ο ακαμαντομάχας* (Πίνδ. απ. 179). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + χάρμας < χάρμα, η] … Dictionary of Greek
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek